- ἐπικήδειος
- ἐπικήδειοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
επικήδειος — α, ο που λέγεται ή γίνεται ή συνήθως συμβαίνει στην κηδεία, νεκρώσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικήδειον — ἐπικήδειος of masc/fem acc sg ἐπικήδειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηδείοις — ἐπικήδειος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηδείου — ἐπικήδειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηδείους — ἐπικήδειος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηδείων — ἐπικήδειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηδείῳ — ἐπικήδειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικήδεια — ἐπικήδειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικήδειοι — ἐπικήδειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)